τριημιωβόλιον

τριημιωβόλιον
τριημιωβόλιον
an obol and a half
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τριημιωβόλιον — τὸ, Α ένας και μισός οβολός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + ὀβολός. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • Драхма (Древняя Греция) — У этого термина существуют и другие значения, см. Драхма …   Википедия

  • τριημιωβολιαίος — αία, ον, Α αυτός που έχει αξία ενός και μισού οβολού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριημιωβόλιον + κατάλ. αῖος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”